μεταποίηση — η μετασχηματισμός, μετασκευή: Έκανα μεταποίηση σ’ ένα παλιό φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταποιήσῃ — μεταποιήσηι , μεταποίησις claiming fem dat sg (epic) μεταποιέω alter the make of aor subj mid 2nd sg μεταποιέω alter the make of aor subj act 3rd sg μεταποιέω alter the make of fut ind mid 2nd sg μεταποιέω alter the make of aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
μεταποιητικός — ή, ό (Μ μεταποιητικός, ή, όν) [μεταποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταποίηση ή αυτός που είναι κατάλληλος για μεταποίηση 2. αυτός που έχει κλίση προς την αλλαγή. επίρρ... μεταποιητικώς και ά (Μ μεταποιητικῶς) με μεταποιητικό τρόπο, με … Dictionary of Greek
μεταποιήσιμος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταποιήσει, αυτός που επιδέχεται μεταποίηση («μεταποιήσιμο υλικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
δολισμός — ο νοθεία, δόλια μεταποίηση ή αλλοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δολίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εργοστάσιο — το (Μ ἐργοστάσιον) νεοελλ. το σύνολο τών κτισμάτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων σε ορισμένο χώρο για τη μεταποίηση αγαθών μσν. εργαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + ασθενές θ. στᾰ του ίστημι (πρβλ. έ στα μεν, στᾰ τός) + κατάλ. σιο (πρβλ. μηχανο στά σιο … Dictionary of Greek
κλωστοποίηση — η η μεταποίηση ινών σε κλωστή, η κατασκευή νημάτων … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek